Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα όμορφο
ξύλινο σκαρί που έκανε τη διαδρομή Σάμος
- Κύπρος μεταφέροντας λάδι, κρασί, ξηρούς
καρπούς, είδης οικιακής χρήσης μα κυρίως
-όπως άλλωστε και κάθε πλοίο της εποχής
του- ιδέες και πολιτισμό. Ανήκε στην
κατηγορία "Ολκάς", ιστιοφόρο δηλαδή
εμπορικό πλοίο με διαστάσεις 14 μέτρα
μήκος και 4,5 μ. πλάτος. Επιβάτες του
τέσσερις άνθρωποι, ο Κυβερνήτης, ο
Πρωρέας (θυμίζει τον σύγχρονο
ύπαρχο/υποπλοίαρχο), ο Τοίραρχος (σαν
τον σημερινό φορτωτή) και ο Ναυπηγός
(για τις επισκευές των ζημιών).
Το πλοίο αυτό ταξίδευε στα νερά της
Μεσογείου ήδη έναν αιώνα πριν την γέννηση
του Μ. Αλεξάνδρου και σταμάτησε τα
ταξίδια του λίγο μετά τον θάνατό του.
Σε ένα από αυτά τα ταξίδια και αφού
ξεφόρτωσε το σαμιώτικο λάδι και τις
μυλόπετρες από την Νίσυρο στο νησί της
Ρόδου, ξαναγέμισε το αμπάρι του με
ροδίτικο κρασί σε οξυπύθμενους αμφορείς
και έβαλε πλώρη για την Κερύνεια όπου
και παρέλαβε αμύγδαλα. Έτσι φορτωμένο
με 20 τόνους φορτίο στην ρότα της
επιστροφής, και λίγο πιο έξω από τις
ακτές της Κερύνειας, το σκάφος πέφτει
θύμα πειρατείας λήγοντας με αυτόν τον
τρόπο την πολυετή πορεία του στον χρόνο
και στις θάλασσες.
Ταυτόχρονα όμως,
μια άλλη ξεκινούσε...
Το 1965 ο κύπριος Ανδρέας Καριόλου σε
κάποια από τις υποβρύχιες αναζητήσεις
του για σφουγγάρια, εντόπισε το πλοίο
σε βάθος 30 μέτρων. Οι αμφορείς του ακόμα
και μετά από τόσα χρόνια ήσαν
καλοδιατηρημένοι όπως και και το
περιεχόμενό τους σε κάποιους από αυτούς.